- υδροποτώ
- ὑδροποτῶ, -έω, ΝΜΑ, και πιθ. ορθότερος τ. ὑδροπωτῶ, -έω, Α [υδροπότης]είμαι υδροπότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεψιποτώ — κλεψιποτῶ, έω (Α) εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + ποτῶ (< ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
προϋδροποτώ — έω, Α [ὑδροποτῶ] πίνω νερό εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
υδροπωτώ — έω, Α βλ. υδροποτώ … Dictionary of Greek